- έξορκος
- ἔξορκος, -ον (Α)αυτός που ορκίζει («ἔξορκος βοὰ κήρυκος ἐσθλοῡ» — φωνή τού κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔξορκος — bound by oath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόρκου — ἔξορκος bound by oath masc/fem/neut gen sg ἐξορκόω administer an oath to pres imperat act 2nd sg ἐξορκόω administer an oath to pres imperat act 2nd sg ἐξορκόω administer an oath to imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐξορκόω administer an oath… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
εξορκίζω — (AM ἐξορκίζω) [έξορκος] 1. παρακαλώ κάποιον να ορκιστεί σε κάτι ιερό 2. απομακρύνω πονηρά πνεύματα 3. ικετεύω κάποιον να κάνει κάτι («σέ εξορκίζω στην ψυχή τού πατέρα σου») … Dictionary of Greek
εξορκώ — ἐξορκῶ, όω (Α) [έξορκος] καλώ κάποιον να ορκιστεί … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek